- ζεύκι
- τό1) см. ζιαφέτι; 2) развлечение, увеселение;
κάνω ζεύκι — развлекаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω ζεύκι — развлекаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζεύκι — το βλ. ζέφκι … Dictionary of Greek
ζεύκι — το ιού, φαγοπότι, διασκέδαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζέφκι — και ζεύκι, το 1. διασκέδαση, φαγοπότι 2. (ως επίρρ.) φρ. «τήν περνάω ζέφκι» περνάω ωραία, διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zevk] … Dictionary of Greek